Χοληστερόλη

Η χοληστερόλη είναι μία λιπαρή ουσία, η οποία αποτελεί βασικό συστατικό για τον σχηματισμό των κυτταρικών μεμβρανών. Παράγεται κυρίως στο συκώτι, ενώ ένα αρκετά μικρότερο ποσοστό είναι εξωγενούς προέλευσης, προέρχεται δηλαδή από τη διατροφή. Το γεγονός αυτό διαψεύδει ένα “μύθο” που λέει ότι η χοληστερόλη του αίματος είναι αποτέλεσμα και μόνο της διατροφής.

Η χοληστερόλη ως λιπαρή ουσία δεν αναμιγνύεται με το αίμα και έτσι προκειμένου να κυκλοφορήσει ενώνεται με πρωτεΐνες με αποτέλεσμα τη δημιουργία των λιποπρωτεϊνών. Βασικές λιποπρωτεΐνες είναι η λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας (LDL), γνωστή και ως “κακή χοληστερόλη” και η λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας (HDL), γνωστή και ως “καλή χοληστερόλη”. H λιποπρωτεϊνη χαμηλής πυκνότητας (LDL) μεταφέρει χοληστερόλη από το ήπαρ στους ιστούς (και στο σημείο της στένωσης των αρτηριών που ονομάζεται αθηρωματική πλάκα). Αντίθετα η λιποπρωτεϊνη υψηλής πυκνότητας (HDL), μεταφέρει τη χοληστερόλη από τους ιστούς (και από την αθηρωματική πλάκα) στο ήπαρ ξανά για αποβολή. Η υψηλή δηλαδή LDL (και η χαμηλή HDL) ευνοεί την εξέλιξη της αθηρωσκλήρωσης, η οποία αποτελεί το αίτιο όλων των καρδιαγγειακών συμβαμάτων (οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, νεφρική νόσος, περιφερική αρτηριοπάθεια), ενώ η χαμηλή LDL (και η υψηλή HDL) αποτρέπει την εμφάνισή της.

Ένα κλασικό, δηλαδή, λάθος στην εκτίμηση των τιμών της χοληστερόλης είναι να εξετάζουμε μόνο τις τιμές της ολικής χοληστερόλης του αίματος, χωρίς να μετράμε και να υπολογίζουμε τις τιμές της LDL και της HDL. Είναι διαφορετικό πράγμα να έχουμε υψηλή χοληστερόλη εξαιτίας αυξημένης HDL (σε αυτήν την περίπτωση ενδεχομένως δεν χρειάζεται φαρμακευτική αγωγή) από το να έχουμε την ίδια τιμή χοληστερόλης με αυξημένα επίπεδα LDL.

Ένα δεύτερο λάθος που παρατηρείται στην καθημερινή κλινική πρακτική είναι ότι η πλειοψηφία των ασθενών (και σ’ αυτό φέρουν ευθύνη και οι επαγγελματίες υγείας) δεν γνωρίζουν ποιες είναι οι φυσιολογικές τιμές της LDL χοληστερόλης, οι οποίες είναι “εξατομικευμένες”, ανάλογα με το συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο, όπως αυτός προσδιορίζεται από το ιστορικό προηγούμενου εμφράγματος, εγκεφαλικού επεισοδίου, νεφρικής νόσου ή περιφερικής αρτηριοπάθειας, τα επίπεδα σακχάρου αίματος, την αρτηριακή πίεση, την ηλικία, το φύλο και το κάπνισμα. Ενδεικτικό είναι ότι σύμφωνα με τις πρόσφατες συστάσεις της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας, η LDL χοληστερόλη πρέπει να είναι 70 mg/dl ή χαμηλότερη για ασθενείς πολύ υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου, 100 mg/dl ή χαμηλότερη για ασθενείς υψηλού κινδύνου και για τους υπόλοιπους ασθενείς κάτω από 130 mg/dl.

Οι τιμές αυτές είναι πολύ χαμηλότερες από αυτές που μέχρι και σήμερα θεωρούνται “φυσιολογικές”, με αποτέλεσμα πάρα πολλοί ασθενείς να “νομίζουν” ότι ρυθμίζονται επειδή οι τιμές τους είναι εντός των ορίων, όπως αυτές προσδιορίζονται από τα μικροβιολογικά εργαστήρια, χωρίς αυτό να είναι αλήθεια. Ο καρδιαγγειακός κίνδυνος (και άρα οι “στόχοι” για τις τιμές χοληστερίνης) για τον καθένα ξεχωριστά μπορούν να υπολογισθούνν μόνο από τον κλινικό ιατρό (Καρδιολόγο, Παθολόγο, Γενικό Ιατρό κ.ο.κ).

Τα παραπάνω αποτελούν και τις αιτίες για το γεγονός ότι παρόλο που και στη χώρα μας τα εγκεφαλικά επεισόδια και τα εμφράγματα αποτελούν δύο από τις κυριότερες αιτίες θανάτου, λιγότεροι από τους μισούς ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή έχουν καταφέρει να ρυθμίσουν τη χοληστερόλη τους σύμφωνα με τις συστάσεις των καρδιολογικών εταιρειών, τη στιγμή που σήμερα διαθέτουμε πολύ αποτελεσματικά όπλα για την αντιμετώπιση της αυξημένης LDL χοληστερόλης. Αυτά είναι οι στατίνες, οι οποίες διακόπτουν την παραγωγή της χοληστερόλης από το ήπαρ και έχουν καθιερωθεί ως “το φάρμακο του αιώνα” εξαιτίας της θεαματικής ελάττωσης του κινδύνου για καρδιαγγειακά επεισόδια και της καρδιακής και συνολικής θνησιμότητας, και η εζετιμίμπη, η οποία στοχεύει στη διακοπή της επαναπορρόφησης της χοληστερόλης από το λεπτό έντερο, έχει συμπληρωματική των στατινών δράση, και συνδυαστικά, δύναται να οδηγήσει σε δραστικότερη μείωση της LDL χοληστερόλης. Επιπλέον, αποτελεί λύση για ασθενείς με δυσανεξία στις στατίνες.

Επιβάλλεται, λοιπόν, η υπεύθυνη προσέγγιση του θέματος από όλους (ασθενείς, επαγγελματίες υγείας, φαρμακευτικές εταιρείες, πολιτεία) και η συνεργασία τους, προκειμένου να μειωθούν οι επιπτώσεις της αυξημένης LDL χοληστερόλης, οι οποίες “κοστίζουν” τόσο σε ζωές όσο και σε χρήμα.