Δοκιμασία κόπωσης

Η δοκιμασία κόπωσης (test κόπωσης) είναι μια βασική εξέταση στην καρδιολογία, η οποία έχει διάφορες ενδείξεις (“ένδειξη” σημαίνει “ιατρικός λόγος” και άρα την ανάγκη διενέργειας της εξέτασης την προσδιορίζει ο γιατρός και όχι ο ασθενής). Η κυριότερη ένδειξη είναι η ανίχνευση της στεφανιαίας νόσου (η πάθηση που χαρακτηρίζεται από το βούλωμα των αρτηριών της καρδιάς). Άλλες ενδείξεις είναι η εκτίμηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία ασθενών με γνωστή στεφανιαία νόσο, η εκτίμηση αρρυθμιών κλπ. Διενεργείται είτε με χρήση κυλιόμενου τάπητα (βάδιση) είτε με χρήση ποδηλάτου (αν και επικρατέστερη παγκοσμίως είναι η πρώτη, ενώ η δεύτερη πλεονεκτεί σε ανθρώπους με αδυναμία βάδισης).

Η δοκιμασία κόπωσης λοιπόν δεν διενεργείται για να δει ο γιατρός τις αντοχές του ασθενούς στην κόπωση (αυτό θα μπορούσε να το μάθει και απλώς ρωτώντας τον ασθενή) αλλά για να δει τη συμπεριφορά της καρδιάς στο μέγιστο της κόπωσης. Αυτό που προσπαθούμε δηλαδή στη δοκιμασία κόπωσης είναι να “κουράσουμε” την καρδιά, ώστε να την μελετήσουμε υπό αυτές τις συνθήκες. Όταν λοιπόν έχουμε ένα ασθενή με “κακή φυσική κατάσταση”, εύκολα θα “κουραστεί” η καρδιά του, ο γιατρός θα δει αυτό που θέλει να δει και ο ασθενής πανηγυρίζοντας θα καυχιέται στους φίλους του ότι “το έβγαλε”. Αντιθέτως, όταν ένας ασθενής έχει πολύ καλή φυσική κατάσταση, είναι πιο δύσκολο (έως και αδύνατο κάποιες φορές) να “κουραστεί” η καρδιά του και άρα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί το test κοπώσεως. Ένας τέτοιος ασθενής λοιπόν “δεν βγάζει” τη δοκιμασία κόπωσης.

Η δοκιμασία κόπωσης, λοιπόν, είναι είτε “θετική” (έχει πρόβλημα ο ασθενής), είτε “αρνητική” (δεν έχει πρόβλημα ο ασθενής) και όχι “τη βγάζει” ή “δεν τη βγάζει”. Έτσι, γίνεται κατανοητό ότι δεν είναι δικαιολογία για έναν ασθενή να μην υποβληθεί σε δοκιμασία κόπωσης η φράση “εγώ περπατάω δέκα χιλιόμετρα στο κυνήγι και δεν έχω ανάγκη”, γιατί την στιγμή που αυτός περπατάει δέκα χιλόμετρα, η καρδιά μπορεί να μην αιματώνεται σωστά λόγω στένωσης των αρτηριών, η δοκιμασία κόπωσης να είναι εντόνως θετική και τελικά να υποβληθεί σε τετραπλό by-pass (παρά την τεράστια ικανότητά του προς βάδιση)! Αντιθέτως, κάποιος ασθενής μπορεί να έχει κάκιστη φυσική κατάσταση, αλλά η καρδιά του να αιματώνεται σωστά και άρα το test κοπώσεως να είναι φυσιολογικό (απλώς σ’ αυτόν θα συστήσουμε να βελτιώσει την φυσική του κατάσταση με άσκηση). Το ίδιο ισχύει και για ορισμένες γυναίκες, παχύσαρκες, με κακή φυσική κατάσταση, οι οποίες λένε “γιατρέ, δεν θέλω να κάνω test κοπώσεως, δεν θα το βγάλω με τίποτα”. Αυτές ακριβώς είναι που πρέπει να το κάνουν (γι’ αυτές έχει σχεδιαστεί η εξέταση, όχι για έναν αθλητή).

Ένα πρόβλημα που έχει να κάνει με την αξιοπιστία της εξέτασης όσον αφορά την ανίχνευση της στεφανιαίας νόσου είναι ότι η αξιοπιστία της εξαρτάται από την πιθανότητα του ασθενούς να έχει πρόβλημα. Δηλαδή, όταν η εξέταση χρησιμοποιείται αλόγιστα και σε ασθενείς με χαμηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο (νέοι ασθενείς, γυναίκες), αυξάνεται το ποσοστό των “ψευδών” αποτελεσμάτων, μείωνοντας την αξιοπιστία της μεθόδου. Η δοκιμασία κόπωσης έχει ένδειξη για ασθενείς μέσου και υψηλού καρδιαγγεικού κινδύνου (ασθενείς με παράγοντες κινδύνου ή ασθενείς με τυπική συμπτωματολογία στηθάγχης). Η επιλογή, λοιπόν, της εξέτασης πρέπει να γίνεται με ορθολογισμό (με βάση τις ιατρικές ενδείξεις) και όχι αλόγιστα (προκειμένου να αυξήσουμε το… λογαριασμό στον ασθενή).

Η προετοιμασία του ασθενούς είναι πολύ σημαντική για τη σωστή διενέργεια της εξέτασης. Θα πρέπει (στις περισσότερες των περιπτώσεων) να γίνεται διακοπή ορισμένων φαρμάκων που λαμβάνει ο ασθενής (και τα οποία “εμποδίζουν” την καρδιά να “κουραστεί”), γιατί αν δεν γίνει αυτό, το αποτέλεσμα της δοκιμασίας κόπωσης καθίσταται “αναξιόπιστο”. Δυστυχώς, πολλές φορές υποδιαγιγνώσκονται ασθένειες επειδή δεν έχει γίνει σωστή προετοιμασία (και αυτό είναι ευθύνη αποκλειστικά του θεράποντος ιατρού). Επίσης, επειδή η δοκιμασία κόπωσης μπορεί να αποβεί μοιραία για κάποιες κατηγορίες ασθενών (υπάρχουν δηλαδή “αντενδείξεις”), θα πρέπει να προηγείται έλεγχος με ηλεκτροκαρδιογράφημα και υπερηχοκαρδιογράφημα, προκειμένου να αποκλειστούν παθήσεις (όπως είναι η βαριά στένωση αορτικής βαλβίδας, η υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, οι κακοήθεις αρρυθμίες, ο πλήρης κολποκοιλιακός αποκλεισμός, η σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια κ.α.) στις οποίες απαγορεύεται η δοκιμασία κόπωσης (και αυτό είναι ευθύνη του γιατρού). Δυστυχώς, πολλές φορές μου ζητήθηκε δοκιμασία κόπωσης από ασθενείς που αρνούνται να υποβληθούν στις προαπαιτούμενες εξετάσεις ή πρόλαβα (τελευταία στιγμή) να αποτρέψω προγραμματισμένη δοκιμασία κόπωσης σε ασθενείς με αντενδείξεις.

Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι υπάρχουν περιορισμοί στη δοκιμασία κόπωσης (ασθενείς με χαρακτηριστικές ηλεκτροκαρδιογραφικές εικόνες ή ασθενείς που δεν μπορούν να βαδίσουν λόγω ορθοπεδικού προβλήματος). Για τους ασθενείς αυτούς εναλλακτική λύση αποτελεί το σπινθηρογράφημα καρδιάς ή το υπερηχογράφημα κόπωσης (stress echo).